χολόλιθος — ο είδος μικρού λίθου που σχηματίζεται στη χοληδόχο κύστη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ηπατόλιθος — ο χολόλιθος, πέτρα στη χολή. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hepatolith < hepato (πρβλ. ηπατο < ήπαρ, ατος) + lith (πρβλ. λίθος)] … Dictionary of Greek
λίθος — ο (AM λίθος, ὁ Α και λίθος, ἡ) 1. τεμάχιο πετρώματος ή βράχου, πέτρα, λιθάρι (α. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «στερεὴ λίθος», Ομ. Οδ. γ. «σοὶ δ αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο», Ομ. Οδ.) 2. ιατρ. σύγκριμα που σχηματίζεται στα διάφορα όργανα και … Dictionary of Greek
χολή — Προϊόν της έκκρισης του ήπατος, που προορίζεται να διευκολύνει τη λειτουργία της πέψης, στο έντερο. Σχηματίζεται κατά μεγάλο μέρος στα ηπατικά κύτταρα και, διαμέσου των χοληφόρων τριχοειδών, που βρίσκονται στο ηπατικό λοβίο, περνά τους χοληφόρους … Dictionary of Greek
χολολιθίαση — η, Ν ιατρ. η παρουσία χολολίθων στις χοληφόρους οδούς και ειδικά στη χοληδόχο κύστη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cholelithiase < χολόλιθος + κατάλ., ίαση*. Η λ., στον λόγιο τ. χολολιθίασις, μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek
χολολιθικός — ή, ό, Ν [χολόλιθος] 1. ο σχετικός με τους χολόλιθους 2. αυτός που πάσχει από χολολιθίαση … Dictionary of Greek